ἐρρυτιδωμένον

ἐρρυτιδωμένον
ῥυτιδόω
make wrinkled
perf part mp masc acc sg
ῥυτιδόω
make wrinkled
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύφαρ — τὸ, Α 1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος 2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ ρυτιδωμένος, γερασμένος 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς» β) «συκον ἐρρυτιδωμένον» 4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» το δέρμα τού φιδιού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”